Ο Αναστάσιος με τόλμη, προσευχή και μια υπόσχεση έσωσε το καράβι!
Ο Αναστάσιος Κεφαλάς, το κοσμικό όνομα του Αγίου Νεκταρίου, το 1866 εργαζόταν σε σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, στην Κωνσταντινούπολη. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, αποφάσισε να τα περάσει με τους δικούς του στην Σηλυβρία και γι’ αυτό επιβιβάστηκε σε ένα
ιστιοφόρο πλοίο που θα πήγαινε στην πατρίδα του. Όμως, κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους έπιασε μια φοβερή τρικυμία, που απειλούσε να βυθίσει το καΐκι και να συμπαρασύρει μαζί του, όλους όσους ταξίδευαν. Ο Αναστάσιος κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως το ιστίο του καραβιού έπεφτε από την θέση του προς την θάλασσα. Τότε εκείνος δεν έχασε χρόνο. Χωρίς να δειλιάσει, τράβηξε αμέσως το ζωνάρι του και με αυτό κατάφερε να συγκρατήσει το ιστίο. Την ίδια, όμως, στιγμή προσευχόταν στον Θεόν λέγοντας: «Θεέ μου σώσε με και να σπουδάσω, να γίνω Θεολόγος, για να αποστομώσω αυτούς που βρίζουν το θείο σου όνομα»! Και, αίφνης, το καράβι βρέθηκε στο λιμάνι της Σηλυβρίας!
Ο Αναστάσιος (Άγιος Νεκτάριος) τους έσωσε από βέβαιο ναυάγιο!
Κάποτε ο Αναστάσιος Κεφαλάς (Άγιος Νεκτάριος) μπήκε σε ένα καράβι για να πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους έπιασε τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή που το καράβι κινδύνευε να καταποντιστεί από στιγμή σε στιγμή. Όλοι είχαν τρομοκρατηθεί, γιατί πίστευαν πως δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Το ίδιο σκέφτηκε και ο Αναστάσιος, αλλά ξαφνικά θυμήθηκε πως στον λαιμό του φορούσε τον σταυρό με το Τίμιο Ξύλο, που του είχε χαρίσει η γιαγιά του και πως κάποτε του είχε πει: «Αν καμιά φορά που θα ταξιδεύεις με καράβι, σας πιάσει φουρτούνα και δεν βλέπεις από πουθενά σωτηρία, δέσε τον σταυρό κάπου και κατέβασε τον να ακουμπήσει τα αγριεμένα νερά. Μετά, μην φοβάσαι τίποτε»! Και τότε, ο Αναστάσιος έλυσε το ζωνάρι του, έδεσε απάνω τον σταυρό και τον κατέβασε στα αφρισμένα κύματα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και η θάλασσα ημέρωσε και τότε όλοι ανακουφίστηκαν. Μόνο ο Αναστάσιος καθόταν σε μια γωνιά κλαίγοντας. Όλοι απόρησαν… - Γιατί κλαις, τον ρώτησαν τα μέλη του πληρώματος του πλοίου. - Να, τους λέει, έδεσα στο ζωνάρι μου τον σταυρό με το Τίμιο Ξύλο της γιαγιάς μου και τον κατέβασα στα αφρισμένα κύματα για να σωθούμε, αλλά η θάλασσα μού πήρε τον σταυρό. Εν τω μεταξύ, ο καπετάνιος και το πλήρωμα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα μηχανικό πρόβλημα που προέκυψε. Ξαφνικά, άρχισαν να ακούν στα ύφαλα του πλοίου, έναν ανησυχητικό θόρυβο που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν από που προερχόταν. Δεν τους είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο… Όταν, λοιπόν, έφτασαν στο λιμάνι της Χάιφας, ο καπετάνιος, είπε στους ναύτες του να πάνε να δουν τι συμβαίνει. Και εκεί, ψάχνοντας, βρήκαν τον σταυρό του με το Τίμιο Ξύλο. Τότε, θυμήθηκαν αυτά που τους είπε ο Αναστάσιος και τον έψαξαν για να του τον παραδώσουν. Όταν τον είδε, σταυροκοπήθηκε συγκινημένος και τον φόρεσε ξανά στον λαιμό του.
Ο Αναστάσιος Κεφαλάς, το κοσμικό όνομα του Αγίου Νεκταρίου, το 1866 εργαζόταν σε σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, στην Κωνσταντινούπολη. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, αποφάσισε να τα περάσει με τους δικούς του στην Σηλυβρία και γι’ αυτό επιβιβάστηκε σε ένα
ιστιοφόρο πλοίο που θα πήγαινε στην πατρίδα του. Όμως, κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους έπιασε μια φοβερή τρικυμία, που απειλούσε να βυθίσει το καΐκι και να συμπαρασύρει μαζί του, όλους όσους ταξίδευαν. Ο Αναστάσιος κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως το ιστίο του καραβιού έπεφτε από την θέση του προς την θάλασσα. Τότε εκείνος δεν έχασε χρόνο. Χωρίς να δειλιάσει, τράβηξε αμέσως το ζωνάρι του και με αυτό κατάφερε να συγκρατήσει το ιστίο. Την ίδια, όμως, στιγμή προσευχόταν στον Θεόν λέγοντας: «Θεέ μου σώσε με και να σπουδάσω, να γίνω Θεολόγος, για να αποστομώσω αυτούς που βρίζουν το θείο σου όνομα»! Και, αίφνης, το καράβι βρέθηκε στο λιμάνι της Σηλυβρίας!
Ο Αναστάσιος (Άγιος Νεκτάριος) τους έσωσε από βέβαιο ναυάγιο!
Κάποτε ο Αναστάσιος Κεφαλάς (Άγιος Νεκτάριος) μπήκε σε ένα καράβι για να πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους έπιασε τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή που το καράβι κινδύνευε να καταποντιστεί από στιγμή σε στιγμή. Όλοι είχαν τρομοκρατηθεί, γιατί πίστευαν πως δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Το ίδιο σκέφτηκε και ο Αναστάσιος, αλλά ξαφνικά θυμήθηκε πως στον λαιμό του φορούσε τον σταυρό με το Τίμιο Ξύλο, που του είχε χαρίσει η γιαγιά του και πως κάποτε του είχε πει: «Αν καμιά φορά που θα ταξιδεύεις με καράβι, σας πιάσει φουρτούνα και δεν βλέπεις από πουθενά σωτηρία, δέσε τον σταυρό κάπου και κατέβασε τον να ακουμπήσει τα αγριεμένα νερά. Μετά, μην φοβάσαι τίποτε»! Και τότε, ο Αναστάσιος έλυσε το ζωνάρι του, έδεσε απάνω τον σταυρό και τον κατέβασε στα αφρισμένα κύματα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και η θάλασσα ημέρωσε και τότε όλοι ανακουφίστηκαν. Μόνο ο Αναστάσιος καθόταν σε μια γωνιά κλαίγοντας. Όλοι απόρησαν… - Γιατί κλαις, τον ρώτησαν τα μέλη του πληρώματος του πλοίου. - Να, τους λέει, έδεσα στο ζωνάρι μου τον σταυρό με το Τίμιο Ξύλο της γιαγιάς μου και τον κατέβασα στα αφρισμένα κύματα για να σωθούμε, αλλά η θάλασσα μού πήρε τον σταυρό. Εν τω μεταξύ, ο καπετάνιος και το πλήρωμα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα μηχανικό πρόβλημα που προέκυψε. Ξαφνικά, άρχισαν να ακούν στα ύφαλα του πλοίου, έναν ανησυχητικό θόρυβο που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν από που προερχόταν. Δεν τους είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο… Όταν, λοιπόν, έφτασαν στο λιμάνι της Χάιφας, ο καπετάνιος, είπε στους ναύτες του να πάνε να δουν τι συμβαίνει. Και εκεί, ψάχνοντας, βρήκαν τον σταυρό του με το Τίμιο Ξύλο. Τότε, θυμήθηκαν αυτά που τους είπε ο Αναστάσιος και τον έψαξαν για να του τον παραδώσουν. Όταν τον είδε, σταυροκοπήθηκε συγκινημένος και τον φόρεσε ξανά στον λαιμό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου