Η απλότητα έσωσε τον Αναστάσιο (Άγιο Νεκτάριο)
Ο νεαρός Αναστάσιος (Άγιος Νεκτάριος), μόνος, ολομόναχος, ως «στρουθίον μονάζον επί δώματος» στην Κωνσταντινούπολη, είδε και απόκαμε στα χέρια του σκληρού αφεντικού του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο. Παρ’ όλο που
ήταν συγγενής του, δεν έδινε σημασία στις παρακλήσεις του να τον νοιαστεί, να τον ντύσει ή έστω να πληρώσει την εργασία του. Και, μάλιστα, όταν η οικογένειά του στην Σηλυβρία δεν μπορούσε να τον συνδράμει. Αλλά μήπως γι’ αυτόν δεν εργαζόταν; Ο Αναστάσης βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Βεβαίως, δεν σταμάτησε ποτέ να προσεύχεται. Ήταν η μόνη του παρηγοριά και ελπίδα. «Αλλά μήπως η προσευχή μου δεν φτάνει στον Θεό; Δεν μπορεί, αλλά τι άλλο μπορώ να κάνω, σκεφτόταν. Μήπως πρέπει να κάνω κάτι πιο επίσημο; Καμιά παράκληση στην εκκλησία; Αλλά πώς θα πάω εκεί; Μ’ αυτά τα κουρέλια που φορώ; Ούτε μια λειτουργιά δεν μπορώ να αγοράσω, για να διαβάσει το όνομά μου ο παπάς στην προσκομιδή». Αυτό τον απασχολούσε πολύ σοβαρά. Ήξερε, πλέον, πως μόνον μια θεία επέμβαση θα τον έσωζε! Δεν πέρασαν πολλές μέρες και του ήλθε μια έμπνευση! Θα γράψω, γράμμα στον Θεό! Ο μόνος προς μόνον! Αυτό δεν χρειάζεται τίποτε. Μολύβι έχω όπως και μπόλικες χάρτινες καπνοσακούλες από το μαγαζί. Μέχρι τώρα έγραφα σ’ αυτές τα θεία λόγια και τα έδινα στους ανθρώπους; Τώρα θα γράψω τα δικά μου προς τον Ιησού Χριστό! Έτσι κάθισε και έγραψε κατ’ ευθείαν το γράμμα. Το έβαλε σε φάκελο και ξεκίνησε για το ταχυδρομείο. Το «έρημο τρυγόνι» -όπως έγραφε για τον εαυτό του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο γράμμα προς την μητέρα του- μόλις βγήκε από το καταφύγιό του, συνάντησε έναν γείτονα καταστηματάρχη που προσφέρθηκε να τον εξυπηρετήσει από μόνος του. - Θα το πάω εγώ το γράμμα σου, τον διαβεβαίωσε, μην ανησυχείς, γύρνα πίσω να μην κρυώνεις κιόλας. Πάω που πάω προς τα εκεί. Ο Αναστάσιος, τον εμπιστευόταν και έτσι δεν είχε κανέναν λόγο να του αρνηθεί. Του έδωσε το γράμμα και γύρισε πίσω, ενώ ο γείτονας συνέχισε τον δρόμο του για το ταχυδρομείο. Ξαφνικά όμως το βλέμμα του καταστηματάρχη έπεσε στον παραλήπτη της επιστολής: «Προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εις τον Ουρανόν»! Έμεινε εμβρόντητος! «Θεέ μου, τι είναι αυτό, αναρωτήθηκε. Πώς θα το πάω εγώ στο ταχυδρομείο αυτό»; Για να δω και τι γράφει το γράμμα... Ο σπλαχνικός γείτονας συγκινήθηκε από την απλότητα του ταλαιπωρημένου παιδιού. Άλλωστε, την δυστυχία του αλλά και την ευγένεια του την είχε διαπιστώσει από καιρό. Έβαλε, λοιπόν το γράμμα στην τσέπη του και σύντομα -όσο υπολόγισε χρειαζόταν για να πάει ο φάκελος στον ουρανό και να γυρίσει δέμα- εκπλήρωσε όλα τα αιτήματα του Αναστάση στέλνοντας του ότι ζητούσε ακριβώς. Η χαρά του Αναστάση όταν παρέλαβε το δέμα ήταν ανεπανάληπτη. Και γιατί ντύθηκε για να μην κρυώνει και περισσότερο γιατί ο Θεός του έδειξε πως τον νοιάζεται... «Σ’ ευχαριστώ Χριστέ μου» μονολογούσε και έλαμπε ολόκληρος μέσα στα καινούργια του ζεστά ρούχα. Μόνο, που αυτό, εξόργισε το αφεντικό του. Όταν είδε τον νεαρό καλοντυμένο και περιποιημένο, πίστεψε πως τον είχε κλέψει. Και, έτσι, άρχισε αμέσως να τον βρίζει, να τον αποκαλεί κλέφτη, να τον δέρνει και να ζητά πίσω τα λεφτά του. Ο Αναστάσης, του εξήγησε τι ακριβώς έγινε, αλλά αυτός πού να πιστέψει. Πού να βάλει καλό λογισμό; Η φασαρία, τα κλάματα και οι παρακλήσεις του Αναστάση για να τον λυπηθεί, όπως και οι διαβεβαιώσεις του πως έλεγε την αλήθεια, έφεραν τον ευεργέτη άριστο γείτονα επί τόπου. Και αυτός αμέσως εξήγησε τι ακριβώς συνέβη. Φεύγοντας από το μαγαζί, πήρε μαζί του τον Αναστάση υπό την προστασία του...
Πώς πέρασε ο Αναστάσιος (Άγιος Νεκτάριος) τα τελευταία χρόνια στην Πόλη
Τα παιδικά χρόνια του Αναστάσιου (του Αγίου Νεκταρίου) θα μπορούσαμε να πούμε πως τέλειωσαν απότομα. Αιτία ο άδικος ξυλοδαρμός από το πρώτο αφεντικό του στην Κωνσταντινούπολη που πήγε για να δουλέψει και να μορφωθεί παράλληλα. Και, όπως, είδαμε στο προηγούμενο, δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε, αν δεν επενέβαινε ο ευεργέτης αριστογείτονας να φανερώσει το τι ακριβώς είχε συμβεί. Τα σχετικά, δηλαδή, με το γράμμα του νεαρού στον Ιησού Χριστό. Μια συκοφαντία εκείνη την εποχή, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, θα μπορούσε να οδηγήσει στα κάτεργα, θα μπορούσε να κάνει κάποιον να εξωμόσει, ή να τον οδηγήσει στο μαρτύριο. Τα παραδείγματα στο Νέο Μαρτυρολόγιο είναι πολλά. Όσο για τον Αναστάσιο δεν υπάρχει αμφιβολία πως μεγάλη προθυμία θα πήγαινε ακόμη και στο μαρτύριο. Όσο, για τις συκοφαντίες, ο μετέπειτα Επίσκοπος Νεκτάριος Πενταπόλεως δεν μπόρεσε να τις αποφύγει. Αλλά μήπως και η συκοφαντία δεν είναι ένα μαρτύριο, που μπορεί να διαρκέσει και μια ολόκληρη ζωή; Πρόκειται για ένα συνεχές μαρτύριο! Πόσοι μπορούν να το αντέξουν; Και μάλιστα κατ’ επανάληψη; Ποιος μπορεί να ζει ως «σημείον αντιλεγόμενον»; Αυτά, όμως, συνέβησαν στην αρχιερατική ζωή του μεγάλου σύγχρονου Αγίου της Εκκλησίας μας, του Αγίου Νεκταρίου, και γι’ αυτό ας περάσουμε να δούμε τι άλλο έκανε στην Κωνσταντινούπολη ο νεαρός Αναστάσης Κεφαλάς, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα. Το παιδί της Σηλυβρίας, δίπλα στο νέο του αφεντικό -τον παλιό αριστογείτονα που τον έσωσε από το σκληρό προηγούμενο- μπορούσε, πλέον, παράλληλα με τη δουλειά του να διαβάζει και να μορφώνεται, αλλά και να εκκλησιάζεται. Επίσης, μπορούσε να στέλνει και λεφτά πίσω στο σπιτικό του. Αυτό τον έκανε να νιώθει μια μεγάλη ικανοποίηση. Η τελευταία εργασία του Αναστάση στην Κωνσταντινούπολη ήταν ως παιδονόμος, αλλά και δάσκαλος στις κατώτερες τάξεις του σχολείου του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Βέβαια, οι επίσημες σπουδές του δεν συνεχίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά βρέθηκε σε περιβάλλον, στο οποίο ένας άνθρωπος με το φιλότιμο του μπορούσε να πάρει αρκετά πράγματα. Και σίγουρα του χρησίμευσαν στην συνέχεια της ζωής του…
Ο νεαρός Αναστάσιος (Άγιος Νεκτάριος), μόνος, ολομόναχος, ως «στρουθίον μονάζον επί δώματος» στην Κωνσταντινούπολη, είδε και απόκαμε στα χέρια του σκληρού αφεντικού του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο. Παρ’ όλο που
ήταν συγγενής του, δεν έδινε σημασία στις παρακλήσεις του να τον νοιαστεί, να τον ντύσει ή έστω να πληρώσει την εργασία του. Και, μάλιστα, όταν η οικογένειά του στην Σηλυβρία δεν μπορούσε να τον συνδράμει. Αλλά μήπως γι’ αυτόν δεν εργαζόταν; Ο Αναστάσης βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Βεβαίως, δεν σταμάτησε ποτέ να προσεύχεται. Ήταν η μόνη του παρηγοριά και ελπίδα. «Αλλά μήπως η προσευχή μου δεν φτάνει στον Θεό; Δεν μπορεί, αλλά τι άλλο μπορώ να κάνω, σκεφτόταν. Μήπως πρέπει να κάνω κάτι πιο επίσημο; Καμιά παράκληση στην εκκλησία; Αλλά πώς θα πάω εκεί; Μ’ αυτά τα κουρέλια που φορώ; Ούτε μια λειτουργιά δεν μπορώ να αγοράσω, για να διαβάσει το όνομά μου ο παπάς στην προσκομιδή». Αυτό τον απασχολούσε πολύ σοβαρά. Ήξερε, πλέον, πως μόνον μια θεία επέμβαση θα τον έσωζε! Δεν πέρασαν πολλές μέρες και του ήλθε μια έμπνευση! Θα γράψω, γράμμα στον Θεό! Ο μόνος προς μόνον! Αυτό δεν χρειάζεται τίποτε. Μολύβι έχω όπως και μπόλικες χάρτινες καπνοσακούλες από το μαγαζί. Μέχρι τώρα έγραφα σ’ αυτές τα θεία λόγια και τα έδινα στους ανθρώπους; Τώρα θα γράψω τα δικά μου προς τον Ιησού Χριστό! Έτσι κάθισε και έγραψε κατ’ ευθείαν το γράμμα. Το έβαλε σε φάκελο και ξεκίνησε για το ταχυδρομείο. Το «έρημο τρυγόνι» -όπως έγραφε για τον εαυτό του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο γράμμα προς την μητέρα του- μόλις βγήκε από το καταφύγιό του, συνάντησε έναν γείτονα καταστηματάρχη που προσφέρθηκε να τον εξυπηρετήσει από μόνος του. - Θα το πάω εγώ το γράμμα σου, τον διαβεβαίωσε, μην ανησυχείς, γύρνα πίσω να μην κρυώνεις κιόλας. Πάω που πάω προς τα εκεί. Ο Αναστάσιος, τον εμπιστευόταν και έτσι δεν είχε κανέναν λόγο να του αρνηθεί. Του έδωσε το γράμμα και γύρισε πίσω, ενώ ο γείτονας συνέχισε τον δρόμο του για το ταχυδρομείο. Ξαφνικά όμως το βλέμμα του καταστηματάρχη έπεσε στον παραλήπτη της επιστολής: «Προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εις τον Ουρανόν»! Έμεινε εμβρόντητος! «Θεέ μου, τι είναι αυτό, αναρωτήθηκε. Πώς θα το πάω εγώ στο ταχυδρομείο αυτό»; Για να δω και τι γράφει το γράμμα... Ο σπλαχνικός γείτονας συγκινήθηκε από την απλότητα του ταλαιπωρημένου παιδιού. Άλλωστε, την δυστυχία του αλλά και την ευγένεια του την είχε διαπιστώσει από καιρό. Έβαλε, λοιπόν το γράμμα στην τσέπη του και σύντομα -όσο υπολόγισε χρειαζόταν για να πάει ο φάκελος στον ουρανό και να γυρίσει δέμα- εκπλήρωσε όλα τα αιτήματα του Αναστάση στέλνοντας του ότι ζητούσε ακριβώς. Η χαρά του Αναστάση όταν παρέλαβε το δέμα ήταν ανεπανάληπτη. Και γιατί ντύθηκε για να μην κρυώνει και περισσότερο γιατί ο Θεός του έδειξε πως τον νοιάζεται... «Σ’ ευχαριστώ Χριστέ μου» μονολογούσε και έλαμπε ολόκληρος μέσα στα καινούργια του ζεστά ρούχα. Μόνο, που αυτό, εξόργισε το αφεντικό του. Όταν είδε τον νεαρό καλοντυμένο και περιποιημένο, πίστεψε πως τον είχε κλέψει. Και, έτσι, άρχισε αμέσως να τον βρίζει, να τον αποκαλεί κλέφτη, να τον δέρνει και να ζητά πίσω τα λεφτά του. Ο Αναστάσης, του εξήγησε τι ακριβώς έγινε, αλλά αυτός πού να πιστέψει. Πού να βάλει καλό λογισμό; Η φασαρία, τα κλάματα και οι παρακλήσεις του Αναστάση για να τον λυπηθεί, όπως και οι διαβεβαιώσεις του πως έλεγε την αλήθεια, έφεραν τον ευεργέτη άριστο γείτονα επί τόπου. Και αυτός αμέσως εξήγησε τι ακριβώς συνέβη. Φεύγοντας από το μαγαζί, πήρε μαζί του τον Αναστάση υπό την προστασία του...
Πώς πέρασε ο Αναστάσιος (Άγιος Νεκτάριος) τα τελευταία χρόνια στην Πόλη
Τα παιδικά χρόνια του Αναστάσιου (του Αγίου Νεκταρίου) θα μπορούσαμε να πούμε πως τέλειωσαν απότομα. Αιτία ο άδικος ξυλοδαρμός από το πρώτο αφεντικό του στην Κωνσταντινούπολη που πήγε για να δουλέψει και να μορφωθεί παράλληλα. Και, όπως, είδαμε στο προηγούμενο, δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε, αν δεν επενέβαινε ο ευεργέτης αριστογείτονας να φανερώσει το τι ακριβώς είχε συμβεί. Τα σχετικά, δηλαδή, με το γράμμα του νεαρού στον Ιησού Χριστό. Μια συκοφαντία εκείνη την εποχή, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, θα μπορούσε να οδηγήσει στα κάτεργα, θα μπορούσε να κάνει κάποιον να εξωμόσει, ή να τον οδηγήσει στο μαρτύριο. Τα παραδείγματα στο Νέο Μαρτυρολόγιο είναι πολλά. Όσο για τον Αναστάσιο δεν υπάρχει αμφιβολία πως μεγάλη προθυμία θα πήγαινε ακόμη και στο μαρτύριο. Όσο, για τις συκοφαντίες, ο μετέπειτα Επίσκοπος Νεκτάριος Πενταπόλεως δεν μπόρεσε να τις αποφύγει. Αλλά μήπως και η συκοφαντία δεν είναι ένα μαρτύριο, που μπορεί να διαρκέσει και μια ολόκληρη ζωή; Πρόκειται για ένα συνεχές μαρτύριο! Πόσοι μπορούν να το αντέξουν; Και μάλιστα κατ’ επανάληψη; Ποιος μπορεί να ζει ως «σημείον αντιλεγόμενον»; Αυτά, όμως, συνέβησαν στην αρχιερατική ζωή του μεγάλου σύγχρονου Αγίου της Εκκλησίας μας, του Αγίου Νεκταρίου, και γι’ αυτό ας περάσουμε να δούμε τι άλλο έκανε στην Κωνσταντινούπολη ο νεαρός Αναστάσης Κεφαλάς, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα. Το παιδί της Σηλυβρίας, δίπλα στο νέο του αφεντικό -τον παλιό αριστογείτονα που τον έσωσε από το σκληρό προηγούμενο- μπορούσε, πλέον, παράλληλα με τη δουλειά του να διαβάζει και να μορφώνεται, αλλά και να εκκλησιάζεται. Επίσης, μπορούσε να στέλνει και λεφτά πίσω στο σπιτικό του. Αυτό τον έκανε να νιώθει μια μεγάλη ικανοποίηση. Η τελευταία εργασία του Αναστάση στην Κωνσταντινούπολη ήταν ως παιδονόμος, αλλά και δάσκαλος στις κατώτερες τάξεις του σχολείου του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Βέβαια, οι επίσημες σπουδές του δεν συνεχίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά βρέθηκε σε περιβάλλον, στο οποίο ένας άνθρωπος με το φιλότιμο του μπορούσε να πάρει αρκετά πράγματα. Και σίγουρα του χρησίμευσαν στην συνέχεια της ζωής του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου